- χύδην
- επίρρ. :
χύδην όχλος — или χύδην λαός — презр, чернь, толала, сброд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χύδην όχλος — или χύδην λαός — презр, чернь, толала, сброд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χύδην — as if poured out indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek
CALAMITES Styrax seu Storax — dictus est Graecis, non quod arundinibus reconditus haberetur, ne exspiraret, ut quidam volunt; storax enim diutissime odorem servat, nec secus ac myrrha et alia gummium odoratorum genera, in masla afferebatur, et in pellibus hircinis ac saccis:… … Hofmann J. Lexicon universale
CHYDAEAE — Graece χυμαῖοι, apud Plinium et Dioscoridem, palmulae dictar sunt mitionres, quae maturae sunt, quasi tum viliores, quod vox Graecis notat, vide Plinium, l. 14. c. 16. de Vinorum generibus, et Dioscoridem, ubi de vino palmeo loquens, λαβὼν,… … Hofmann J. Lexicon universale
καταχύδην — και ποιητ. τ. κακχύδην (Α) επίρρ. χυτά προς τα κάτω, άφθονα («κακχύδην πίνειν», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χύδην «χυτά σε αφθονία»] … Dictionary of Greek
κοχυδέω — (Α) ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ τής ρίζας τού χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. τής λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω] … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
παλιάρισμα — το η φόρτωση, με φτυάρι, πλοίου με αλάτι, δημητριακά κ.ά. χύδην εμπορεύματα, καθώς και η ισοπέδωση τού φορτίου … Dictionary of Greek
συρφετός — ο, ΝΜΑ ασύντακτο πλήθος, χύδην όχλος μσν. αρχ. καθετί που σύρεται από τον άνεμο, όπως είναι ο σωρός φύλλων, τα άχυρα κ.ά. αρχ. 1. ένας από τον όχλο («τοιοῡτός τις, ὦ Ἱππία, οὐ κομψὸς ἀλλὰ συρφετός», Πλάτ.) 2. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με όχλο ή… … Dictionary of Greek
φορτωτής — ο, Ν 1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα 2. αποστολέας φορτίου 3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek